- φαυλοκόλακας
- ο / φαυλοκόλαξ, -ακος, ΝΜ1. αυτός που κολακεύει φαύλους ανθρώπους2. φαύλος κόλακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + κόλαξ, -ακος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαυλοκόλακας — ο 1. κόλακας φαύλος (βλ. λ.): Είναι πάρα πολύ πλούσιος και τον τριγυρίζουν φαυλοκόλακες. 2. αυτός που κολακεύει τους φαύλους: Δε φτάνει που είναι κόλακας, είναι και φαυλοκόλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαυλοκόλαξ — ακος, ὁ, Μ βλ. φαυλοκόλακας … Dictionary of Greek